διαθλαστικός

διαθλαστικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάθλαση: Τα γνωστότερα διαθλαστικά σώματα είναι τα πρίσματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαθλαστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να διαθλάται 2. αυτός που προκαλεί διάθλαση («διαθλαστικό πρίσμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαβέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”